συγκαταθέτω

συγκαταθέτω
Ν
καταθέτω μαζί ή ταυτοχρόνως με κάποιον.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • συγκατατίθημι — ΝΜΑ [κατατίθημι] μέσ. συγκατατίθεμαι συναινώ, συμφωνώ, αποδέχομαι αρχ. καταθέτω μαζί με άλλον, συγκαταθέτω («ἐμαυτὴν συγκατέθηκα τάφῳ», Ελλ. Επιγράμμ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”